- φαρμακίλα
- φαρμακίλα, η και φαρμακάδα, η1. πικρή γεύση, πικράδα, πικρίλα, πίκρα: Τι φαρμακίλα αυτός ο καφές!2. μτφ., ψυχική πικρία: Πολλές φαρμακίλες ένιωσε στη ζωή του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.